Βόσπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βόσπορος | οι | Βόσποροι |
γενική | του | Βόσπορου & Βοσπόρου |
των | Βόσπορων & Βοσπόρων |
αιτιατική | τον | Βόσπορο | τους | Βόσπορους & Βοσπόρους |
κλητική | Βόσπορε | Βόσποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βόσπορος < αρχαία ελληνική Βόσπορος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvo.spo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βό‐σπο‐ρος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βόσπορος αρσενικό
- στενός πορθμός που χωρίζει την ευρωπαϊκή ήπειρο από την ασιατική και ταυτόχρονα ενώνει τα ύδατα του Εύξεινου Πόντου με τα ύδατα της Προποντίδας
- ⮡ τα Στενά του Βοσπόρου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Βόσπορος στη Βικιπαίδεια
- Βασίλειο του Βοσπόρου στη Βικιπαίδεια
- Τα Στενά των Δαρδανελλίων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βόσπορος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βόσπορος | οἱ | Βόσποροι |
γενική | τοῦ | Βοσπόρου | τῶν | Βοσπόρων |
δοτική | τῷ | Βοσπόρῳ | τοῖς | Βοσπόροις |
αιτιατική | τὸν | Βόσπορον | τοὺς | Βοσπόρους |
κλητική ὦ! | Βόσπορε | Βόσποροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βοσπόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Βοσπόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βόσπορος < άμεσο δάνειο από τη θρακική (τοπωνύμιο). To πρώτο συνθετικό, Βοοσ- άγνωστης προέλευσης. Το δεύτερο συνθετικό, πόρος (πέρασμα) [1]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βόσπορος αρσενικό
- ονομασία πορθμών και στενών
- ※ Scholia in Sophoclem, (scholia vetera), 1.884 @scaife.perseus
- Βοσπορίων: τῶν εἰς τὸν Βόσπορον ῥεόντων Τρωικῶν ποταμῶν· δύο δέ εἰσι Βόσποροι, ὁ μὲν κατὰ τὴν Προποντίδα ὁ δὲ Θρᾳκικὸς ὥς φησι Φιλέας
- → δείτε και τη λέξη Βόσπορος (νέα ελληνικά)
- ※ Scholia in Sophoclem, (scholia vetera), 1.884 @scaife.perseus
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
[επεξεργασία]- Βόσπορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Βόσπορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πορθμοί της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Πορθμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Πορθμοί της Ευρώπης (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ευρώπης (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα θρακικά (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα θρακικά (αρχαία ελληνικά)
- Παρετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Πορθμοί (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Στενά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχόλια (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)