απλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απλός | η | απλή | το | απλό |
γενική | του | απλού | της | απλής | του | απλού |
αιτιατική | τον | απλό | την | απλή | το | απλό |
κλητική | απλέ | απλή | απλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απλοί | οι | απλές | τα | απλά |
γενική | των | απλών | των | απλών | των | απλών |
αιτιατική | τους | απλούς | τις | απλές | τα | απλά |
κλητική | απλοί | απλές | απλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁπλός < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]απλός, -ή, -ό
- που δεν είναι πολύπλοκος· που δεν έχει διάφορα μέρη ή δεν μπορεί να αναλυθεί περισσότερο· που δεν είναι πολλαπλός
- ⮡ μια απλή κατασκευή
- ⮡ της έστειλα μια απλή απάντηση, διότι δεν επιθυμούσα να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες
- ⮡ μπορείς να μου ονομάσεις τα πιο συνηθισμένα απλά στοιχεία που τα βρίσκουμε σε αέρια κατάσταση στη φύση ;
- ≈ συνώνυμα: μονός (για τον μη πολλαπλό)
- ≠ αντώνυμα: σύνθετος, περίπλοκος· διπλός, τριπλός κ.ο.κ.
- που δηλώνει τα βασικά, τα ουσιαστικά στοιχεία ή συστατικά· που είναι εύκολος στη χρήση ή στην κατανόηση
- ⮡ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα, γι' αυτό του έστειλα μόνο μια απλή υπενθύμιση της υπόθεσης
- ⮡ αυτή τη μηχανή θα τη φτιάξουμε γρήγορα· το σχεδιάγραμμά της, όπως βλέπεις, είναι πολύ απλό
- ⮡ σε παρακαλώ, εξήγησέ μου με απλά λόγια
- που δεν έχει περιττά στοιχεία ή χαρακτηριστικά
- (για πρόσωπα):
- ανεπιτήδευτος, που δρα και συμπεριφέρεται με αυθορμητισμό, ευθύτητα ή, ενδεχομένως, και με απλοϊκότητα
- που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη διάκριση στο πλαίσιο μιας θέσης ή αξιώματος
- ⮡ δεν ένας απλός λοχίας, διότι είχε επιτελική θέση στη μεραρχία
- ⮡ η γνώμη των απλών μελών του συλλόγου μας είχε πάντα βαρύνουσα σημασία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλός
- ↑ απλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)