ιστορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιστορία | οι | ιστορίες |
γενική | της | ιστορίας | των | ιστοριών |
αιτιατική | την | ιστορία | τις | ιστορίες |
κλητική | ιστορία | ιστορίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιστορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱστορία < ἵστωρ (κριτής, μάρτυρας, γνώστης) < οἷδα + -τωρ με τροπή του "δ" προ του "τ", σε "σ")
- για νεότερες σημασίες < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική histoire < λατινική historia < αρχαία ελληνική ἱστορία [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.stoˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στο‐ρί‐α
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιστορία θηλυκό
- η επιστήμη που μελετά τα γεγονότα του παρελθόντος
- ⮡ o Ηρόδοτος θεωρείται πατέρας της επιστήμης της Ιστορίας.
- το μάθημα της Ιστορίας που διδάσκεται στα σχολεία
- ⮡ Πήρα 8 στο τεστ της Ιστορίας!!!
- κλάδος μιας επιστήμης που μελετά την εξέλιξή της
- ⮡ η ιστορία των μαθηματικών
- ⮡ O Αϊνστάιν ήταν σταθμός στην ιστορία της φυσικής.
- μία καταγραφή γεγονότων του παρελθόντος από έναν ιστοριογράφο
- ⮡ Η Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου ήταν μνημειώδες έργο για την εποχή του.
- ⮡ Το έργο «Ιστορίαι» του Ηρόδοτου χωρίζεται σε 9 βιβλία.
- ⮡ Ο Θουκυδίδης αναλύει τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου στο "Ιστοριών Α".
- το παρελθόν στο σύνολό του
- ⮡ Έκατσε θλιμμένος και μου είπε την ιστορία της ζωής του.
- ⮡ Η ιστορία κάθε έθνους δε συμφωνεί πάντα με των γειτονικών του.
- η αφήγηση, εξιστόρηση πραγματικών ή επινοημένων γεγονότων
- ⮡ Άρχισε να μου λέει μια ιστορία που είχε βγάλει από το μυαλό του.
- ⮡ H ιστορία που μου αφηγήθηκε ήταν αληθινή πέρα ως πέρα.
- η υπερβολή στις διαστάσεις ενός περιστατικού· (συνεκδοχικά) ο καβγάς, ο τσακωμός
- ⮡ το έκανε ολόκληρη ιστορία
- ⮡ μην το κάνεις ιστορία, τώρα...
- το ιστορικό ενός περιστατικού που δε συνέβη τυχαία, το υπόβαθρό του και συχνά ο υπαινιγμός για ερωτική σχέση που προϋπήρξε
- ⮡ Τσακώθηκαν άσχημα για ασήμαντη αφορμή, επειδή αυτοί οι δύο είχαν ιστορία μαζί.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- αφήγηση
- διήγηση
- καταγραφή γεγονότων
- εξέταση γεγονότων
- ιστορικό, δηλαδή τα γεγονότα που προηγήθηκαν ενός άλλου σημαντικότερου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ιστορικά
- ιστορικός
- ιστορικής σημασίας
- ιστορικότητα
- ιστορημένος
- ιστορώ
- ιστόρηση
- ιστόρημα
- ειδήμων (από τη ρίζα Fid-)
Σύνθετα
[επεξεργασία](Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιστορία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ιστορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)