γύρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γῦρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γύρος οι γύροι
      γενική του γύρου των γύρων
    αιτιατική τον γύρο τους γύρους
     κλητική γύρε γύροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο «γύρος του θανάτου» σε πανηγύρι στη Σκωτία.
Πίτα με γύρο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γύρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γῦρος[1] < αρχαία ελληνική γυρός (στρογγυλός)
  • για το σουβλάκι < → δείτε  τουρκική döner < dönmek (γυρίζω) από την περιστροφική κίνηση της σούβλας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾos/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γύρος αρσενικό

  1. η περιφέρεια αντικειμένου περίπου κυκλικού
  2. η κίνηση σε διαδρομή που καταλήγει στο σημείο εκκίνησης, περιοδεία
    ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες
    ο γύρος του νησιού γίνεται και με καραβάκι
    κάναμε το γύρο της λαϊκής, αλλά δε βρήκαμε φρέσκα κρεμμυδάκια πουθενά
    → δείτε και τη λέξη βόλτα
  3. ολοκληρωμένη φάση μιας διαδικασίας
    δε θα υπάρξει επόμενος γύρος συνομιλιών
    στον επόμενο γύρο θα περάσουν οχτώ αθλητές
    στον πρώτο γύρο συμμετέχουν όλες οι ομάδες της πρώτης εθνικής
  4. (αθλητισμός) προκαθορισμένη επαναλαμβανόμενη διάρκεια
    στον τρίτο γύρο, όμως, κέρδισα εγώ
  5. το μπορ του καπέλου
  6. (γαστρονομία) κομμάτια κρέατος που ψήνονται σε όρθιο περιστρεφόμενο μέσο
    βάλε μου ένα σουβλάκι με γύρο από κοτόπουλο και δύο με καλαμάκι χοιρινό
  7. (γαστρονομία) το σουβλάκι με πίτα που περιέχει γύρο
    → δείτε και πιτόγυρο
  8. παιχνίδι σε παιδική χαρά με μια κυκλική περιστρεφόμενη πλατφόρμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • γύρος του θανάτου: η εκτέλεση ακροβατικών νούμερων από μοτοσικλετιστή που κινείται πάνω στον εσωτερικό τοίχο ενός τεράστιου κυλίνδρου· κατ' επέκταση, κάθε δύσκολη και επικίνδυνη πράξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
γυρ- 

και

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γύρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γῦρος < αρχαία ελληνική γυρός (στρογγυλός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γύρος αρσενικό

  1. ο κύκλος όπως ελληνιστική κοινή γῦρος
  2. όπως γύρος (νέα ελληνικά)
    1. η περιφέρεια κύκλου
       συνώνυμα: κυκλογύρισμα(ν)
    2. η περιφορά, η κυκλική κίνηση
  3. (ενδυμασία) συνώνυμο του ποδόγυρος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
γυρ- 

όπως ενδεικτικά

και

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γύρος ουδέτερο