χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες |
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες, πρότυπα |
||
Γραμμή 11: | Γραμμή 11: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} ({{α}}: [[χήνος]]) |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} ({{α}}: [[χήνος]]) |
||
# {{ορνιθολ}} [[νηκτικός|νηκτικό]] πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την [[πάπια]], έχει μακρύ λαιμό |
# {{ορνιθολ}} [[νηκτικός|νηκτικό]] πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την [[πάπια]], έχει μακρύ λαιμό |
||
# {{μτφρ}} [[εύπιστος]] [[άνθρωπος]] |
# {{ετ|μτφρ}} [[εύπιστος]] [[άνθρωπος]] |
||
#: {{συνων}} [[αφελής]], [[κουτός]] |
#: {{συνων}} [[αφελής]], [[κουτός]] |
||
# {{αργκ}} {{παρωχ}} το [[χιλιόδραχμο]] |
# {{αργκ}} {{ετ|παρωχ}} το [[χιλιόδραχμο]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 00:06, 13 Αυγούστου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χήνα | οι | χήνες |
γενική | της | χήνας | των | χηνών |
αιτιατική | τη | χήνα | τις | χήνες |
κλητική | χήνα | χήνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- χήνα < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χήνα θηλυκό (αρσενικό: χήνος)
- Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
- (μεταφορικά) εύπιστος άνθρωπος
- (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
χήνα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)