χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες, πρότυπα
μ pwb.py ΔΦΑ (ipa) update move γλ=
Γραμμή 6: Γραμμή 6:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈçi.na|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|γλ=el|ˈçi.na}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 13:18, 28 Αυγούστου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χήνα οι χήνες
      γενική της χήνας των χηνών
    αιτιατική τη χήνα τις χήνες
     κλητική χήνα χήνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χήνα

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό (αρσενικό: χήνος)

  1. Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. (μεταφορικά) εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις