έξυπνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έξυπνος η έξυπνη το έξυπνο
      γενική του έξυπνου της έξυπνης του έξυπνου
    αιτιατική τον έξυπνο την έξυπνη το έξυπνο
     κλητική έξυπνε έξυπνη έξυπνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έξυπνοι οι έξυπνες τα έξυπνα
      γενική των έξυπνων των έξυπνων των έξυπνων
    αιτιατική τους έξυπνους τις έξυπνες τα έξυπνα
     κλητική έξυπνοι έξυπνες έξυπνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έξυπνος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔξυπνος (ελληνιστική σημασία: που έχει ξυπνήσει) < ἐξ + ὕπνος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.ksi.pnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐ξυ‐πνος

Επίθετο

[επεξεργασία]

έξυπνος, -η, -ο, συγκριτικός: εξυπνότερος, υπερθετικός:  εξυπνότατος/πανέξυπνος

  1. που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα, υψηλή αντίληψη, κατανοεί και έχει επινοητικότητα ανάλογα με τις καταστάσεις που επικρατούν
    ⮡  Η ανακοίνωση πρόωρων εκλογών ήταν μία έξυπνη τακτική.
    ⮡  έξυπνο σπίτι, έξυπνο τηλέφωνο (με προηγμένη τεχνολογία)
  2. (παρωχημένο) ξύπνιος, ξυπνητός, που δεν κοιμάται

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

επίσης δείτε:

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

δείτε επίσης:

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ξυπνάω / ξυπνώ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]