χταπόδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χταπόδι τα χταπόδια
      γενική του χταποδιού των χταποδιών
    αιτιατική το χταπόδι τα χταπόδια
     κλητική χταπόδι χταπόδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα χταπόδι.
Χταπόδι βραστό με λεμόνι.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χταπόδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀκταπόδι(ο)ν < αρχαία ελληνική ὀκταπόδιον, υποκοριστικό του ὀκτάπους / ὀκτώπους < αρχαία ελληνική ὀκτώ + πούς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χταπόδι ουδέτερο

  1. (μαλάκιο) θαλασσινό κεφαλόποδο μαλάκιο, με μεγάλο κεφάλι απ' όπου ξεκινούν οχτώ πλοκάμια
     συνώνυμα: οκτάπους, οκταπόδιον
  2. ιμάντας με ελαστικότητα και δύο γάντζους στις άκρες του που χρησιμοποείται για να προσδεθούν αντικείμενα σε σχάρα αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας
  3. (μεταφορικά) ανόητος άνθρωπος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • χτυπάω κάποιον σα(ν) χταπόδι: χτυπώ κάποιον ανελέητα, σφυροκοπώ (η παρομοίωση προκύπτει από την εικόνα του ψαρά που χτυπάει πολλές φορές το χταπόδι στο έδαφος)
  • πιάνω κάποιον σα(ν) χταπόδι: πιάνω κάποιον με πολύ γερή λαβή (όπως το χταπόδι που προσκολλάται σε ένα βράχο με τις βεντούζες του)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]