χταπόδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χταπόδι | τα | χταπόδια |
γενική | του | χταποδιού | των | χταποδιών |
αιτιατική | το | χταπόδι | τα | χταπόδια |
κλητική | χταπόδι | χταπόδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χταπόδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀκταπόδι(ο)ν < αρχαία ελληνική ὀκταπόδιον, υποκοριστικό του ὀκτάπους / ὀκτώπους < αρχαία ελληνική ὀκτώ + πούς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χταπόδι ουδέτερο
- (μαλάκιο) θαλασσινό κεφαλόποδο μαλάκιο, με μεγάλο κεφάλι απ' όπου ξεκινούν οχτώ πλοκάμια
- ιμάντας με ελαστικότητα και δύο γάντζους στις άκρες του που χρησιμοποείται για να προσδεθούν αντικείμενα σε σχάρα αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας
- (μεταφορικά) ανόητος άνθρωπος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- χτυπάω κάποιον σα(ν) χταπόδι: χτυπώ κάποιον ανελέητα, σφυροκοπώ (η παρομοίωση προκύπτει από την εικόνα του ψαρά που χτυπάει πολλές φορές το χταπόδι στο έδαφος)
- πιάνω κάποιον σα(ν) χταπόδι: πιάνω κάποιον με πολύ γερή λαβή (όπως το χταπόδι που προσκολλάται σε ένα βράχο με τις βεντούζες του)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χταποδάκι
- χταποδάς
- χταποδομακαρονάδα
- χταποδοσαλάτα
- → δείτε τις λέξεις οκτώ και πόδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαλάκιο
ιμάντας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαλάκια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)