χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
Γραμμή 70: Γραμμή 70:
* {{la}} : {{τ|la|anser}}
* {{la}} : {{τ|la|anser}}
* {{mk}} : {{τ|mk|гуска|noentry=1|tr=guska}}
* {{mk}} : {{τ|mk|гуска|noentry=1|tr=guska}}
{{μτφ-μέση}}
* {{mi}} : {{τ|mi|kuihi|noentry=1}}
* {{mi}} : {{τ|mi|kuihi|noentry=1}}
* {{no}} : {{τ|no|gås}}
* {{no}} : {{τ|no|gås}}

Αναθεώρηση της 06:32, 5 Φεβρουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χήνα οι χήνες
      γενική της χήνας των χηνών
    αιτιατική τη χήνα τις χήνες
     κλητική χήνα χήνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χήνα
Ένα κοπάδι χήνες

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçi.na/

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό (αρσενικό: χήνος)

  1. (ορνιθολογία) νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. (μεταφορικά) εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις