αγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγωγή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγωγή οι αγωγές
      γενική της αγωγής των αγωγών
    αιτιατική την αγωγή τις αγωγές
     κλητική αγωγή αγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωγή < ἄγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γω‐γή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγωγή θηλυκό

  1. διαδικασία απόκτησης τρόπων συμπεριφοράς, μετάδοσης αξιών, ιδανικών κ.λπ., που έχει ως στόχο τη διαμόρφωση του χαρακτήρα
     συνώνυμα: διαπαιδαγώγηση, ανατροφή
  2. (συνεκδοχικά) εκπαίδευση
    σχολικό μάθημα ολυμπιακής αγωγής
    προσχολική αγωγή, μουσική αγωγή, σωματική αγωγή
  3. (ιατρική) συστηματική μέθοδος, σύνολο από κανόνες, ενέργειες και δραστηριότητες (που ακολουθούν μια διάγνωση ή κάποια ιατρική πράξη) για τη θεραπεία ασθένειας, πάθησης, την αποκατάσταση ή τη διατήρηση της υγείας κάποιου
    Θα χρειαστεί μια συντηρητική φαρμακευτική αγωγή που μαζί με ελαφριά άσκηση και ειδική δίαιτα θα λύσει το πρόβλημα.
  4. (μουσική) το τέμπο (ιταλικά tempo), η ταχύτητα στην εκτέλεση ενός μουσικού έργου, πόσο αργά ή γρήγορα πρέπει να το ερμηνεύσουμε [1]
    H ρυθμική αγωγή ενός μουσικού έργου ορίζεται συνήθως με ιταλικούς όρους, όπως allegro, andante.
    Ο ρυθμός 3/4 (τρία τέταρτα) του βαλς μπορεί να έχει γρήγορη ρυθμική αγωγή ή πιο αργή και μεγαλόπρεπη.
  5. (νομικός όρος)
    1. έγγραφο δικαστικής παρέμβασης για την επίλυση πολιτικού αδικήματος και ταυτόχρονα έννομης αξιώσεως
    2. (ως δικονομική έννοια) η διαδικαστική πράξη με την οποία αρχίζει η προδικασία της δίκης μέχρι και την έκδοση ευνοϊκής απόφασης
      Η αγωγή ταυτίζεται και με την αξίωση προστασίας νομίμου δικαιώματος, διακρινόμενη έτσι α) σε προσωπική αγωγή και β) σε πραγματική ή απρόσωπη.
    3. ένδικο μέσο για την απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης
    4. (συνεκδοχικά) η διαδικασία κατάθεσης της αγωγής
  6. (φυσική) το φαινόμενο της μετάδοσης θερμότητας μέσα σε ένα σώμα όπως σε μία μεταλλική ράβδο
    χρειάζεται παράδειγμα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μουσική, Ε΄ Δημοτικού, Βιβλίο μαθητή ebooks.edu.gr

Πηγές[επεξεργασία]