πυρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των επεξεργασιών που έγιναν από τον 94.67.248.62 (συζήτηση) και επιστροφή στην τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από την Sarri.greek
Ετικέτα: Επαναφορά
μ typo
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|πῦρ}}
{{δείτε|πῦρ}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-nouns-free|ουδ=1|μείον=0|κατηγορία=Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)|όπως=ουδέτερα#από τα αρχαία{{!}}αρχαιόκλιτα
{{el-nouns-decl|ουδ=1|μείον=0|κατηγορία=Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)|όπως=ουδέτερα#από τα αρχαία{{!}}αρχαιόκλιτα
|οε=0|γε=ός|αε=0|κε=0|οπ=ά|γπ=ών|απ=ά|κπ=ά}}
|οε=0|γε=ός|αε=0|κε=0|οπ=ά|γπ=ών|απ=ά|κπ=ά}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===

Αναθεώρηση της 05:14, 2 Μαΐου 2021

Δείτε επίσης: πῦρ

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυρ τα πυρά
      γενική του πυρός των πυρών
    αιτιατική το πυρ τα πυρά
     κλητική πυρ πυρά
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

πυρ ουδέτερο

  1. (λόγιο) φωτιά
  2. (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
  3. βολή πυροβόλου όπλου
    ※  Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι]])
  4. (πληθυντικός) τα πυρά:
    1. ομαδόν επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
    2. (μεταφορικά) ομαδόν επίθεση λεκτική
      Ο πρωθυπουργός δέχτηκε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης

Παράγωγα

Σύνθετα

Εκφράσεις

Δείτε επίσης

Επιφώνημα

πυρ!

  • (στρατιωτικό παράγγελμα) διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις