πολιτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολιτική < 1.: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολιτική, 2 έως 6: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική politique < λατινική politica < αρχαία ελληνική πολιτική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολιτική θηλυκό
- η τέχνη διακυβέρνησης μιας κοινωνίας
- το σύνολο των δράσεων και των ιδεών που σχετίζονται με τα δημόσια πράγματα, τη διακυβέρνηση μιας πόλης, ενός κράτους
- (γενικότερα) συγκεκριμένος τρόπος δράσης, αντιμετώπισης προβλημάτων, υιοθέτηση συγκεκριμένης τακτικής απέναντι σε μία κατάσταση
- ⮡ Η επιχείρηση έχει ως βασική της πολιτική την υιοθέτηση πρακτικών, που ενισχύουν την ασφάλεια των εργαζομένων στο χώρο εργασίας.
- ⮡ Ασκώντας επιθετική πολιτική η εταιρεία προχώρησε στην εξαγορά πέντε μικρών επιχειρήσεων σύμφωνα με το μακροπρόθεσμο σχέδιο ανάπτυξης της εταιρείας.
- (γενικότερα) ο τρόπος διακυβέρνησης ενός κράτους
- (επάγγελμα) η επαγγελματική ενασχόληση με τα κοινά
- ⮡ Πάρα πολλοί γιατροί και δικηγόροι ασχολούνται επαγγελματικά με την πολιτική.
- η δημόσια ζωή, οι δημόσιες υποθέσεις, τα κοινά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολιτική
Πηγές
[επεξεργασία]- πολιτική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πολιτική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πολιτική
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολιτική < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πολιτική (παλλακίδα, ερωμένη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολιτική θηλυκό
- πόρνη
- ※ 14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 49 (46-49) @georgakas.lit.auth.gr
- Ἐξήμπωσέ με ἡ Τύχη μου εἰς τὸ πολιτικαρεῖον
κι ἐφαίνετό μου τὸ σκολειὸν ὡσὰν κακὸν θηρίον.
Ὁποὺ ἦσαν γάμοι καὶ χαρὲς ἤθελα νὰ χορεύω,
μαυλίστριες καὶ πολιτικὲς ἤθελα νὰ γυρεύω.
- Ἐξήμπωσέ με ἡ Τύχη μου εἰς τὸ πολιτικαρεῖον
- ※ 14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 671 (668-671) @anemi.lib.uoc.gr
- Καὶ διʼ αὖτο ὅπου ἔναι φρόνιμος, ἂς τὲς ἀπογυρίζῃ,
κατὰ καιρὸν ἂς τὲς πηδᾷ καὶ ἂν θέλει, ἂς τὲς χαρίζῃ·
καὶ τότε πάλι γλίγορα, ἂς τὲς ἀποχωρίζῃ,
διατί ὅποιον πιάσῃ ἡ πολιτική, πολλὰ τὸν τσιγαρίζει.- Αφήγησις παράξενος /Stefanos Sahlikis i evo stihotborenie ; iszlbdovanie S. D. Papadimitriu, (επιμ.), Odessa :typ. Ekonomitseskaja, 1896.
- Καὶ διʼ αὖτο ὅπου ἔναι φρόνιμος, ἂς τὲς ἀπογυρίζῃ,
- ※ 14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 49 (46-49) @georgakas.lit.auth.gr
- (υβριστικό, για ανήθικη και πρόστυχη γυναίκα ή ερωμένη) πόρνη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- πολιτικές (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- στα κυπριακά: πολιτιτζή
- στα νέα ελληνικά: πολιτική, πολιτικιά, πολτίκω, πουλ'τίκου (ιδιωματικό)
Πηγές
[επεξεργασία]- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- σελ.122, Τόμος 17 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολιτική | αἱ | πολιτικαί |
γενική | τῆς | πολιτικῆς | τῶν | πολιτικῶν |
δοτική | τῇ | πολιτικῇ | ταῖς | πολιτικαῖς |
αιτιατική | τὴν | πολιτικήν | τὰς | πολιτικᾱ́ς |
κλητική ὦ! | πολιτική | πολιτικαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιτικᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολιτικαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- πολιτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πολιτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολιτική, -ῆς θηλυκό
- η τέχνη της διακυβέρνησης, η επιστήμη των πολιτικών θεσμών
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 10, 1181a
- οἱ δὲ νόμοι τῆς πολιτικῆς ἔργοις ἐοίκασιν·
- Οι νόμοι, τώρα, μοιάζουν να είναι τα «έργα» της πολιτικής τέχνης.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἱ δὲ νόμοι τῆς πολιτικῆς ἔργοις ἐοίκασιν·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 10, 1181a
- (ελληνιστική σημασία) παλλακίδα, εταίρα, ερωμένη
- ※ 4ος κε αιώνας, ⌘ P.Oxy. 6 903, στ. 37, (36-37), @papyri.info
- καὶ ἔμεινεν λέγων ὅτι μετὰ μηναν(*)
λαμβάνω πολιτ\ικ/ὴν ἐμαυτῷ. ταῦτα δὲ οἶδεν ὁ θ(εός).- και επέμεινε λέγοντας ότι: μετά από ένα μήνα
θα πάρω παλλακίδα για τον εαυτό μου. Αυτά γνωρίζει ο θεός [ότι είναι αλήθεια]. - Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- και επέμεινε λέγοντας ότι: μετά από ένα μήνα
- καὶ ἔμεινεν λέγων ὅτι μετὰ μηναν(*)
- ※ 4ος κε αιώνας, ⌘ P.Oxy. 6 903, στ. 37, (36-37), @papyri.info
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- πολιτική: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πολιτική
Πηγές
[επεξεργασία]- πολιτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολιτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (μεσαιωνικά κρητικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά κρητικά)
- Υβριστικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λήμματα με παραθέματα από παπύρους (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)