πολιτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτική οι πολιτικές
      γενική της πολιτικής των πολιτικών
    αιτιατική την πολιτική τις πολιτικές
     κλητική πολιτική πολιτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολιτική < 1.: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολιτική, 2 έως 6: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική politique < λατινική politica < αρχαία ελληνική πολιτική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολιτική θηλυκό

  1. η τέχνη διακυβέρνησης μιας κοινωνίας
  2. το σύνολο των δράσεων και των ιδεών που σχετίζονται με τα δημόσια πράγματα, τη διακυβέρνηση μιας πόλης, ενός κράτους
  3. (γενικότερα) συγκεκριμένος τρόπος δράσης, αντιμετώπισης προβλημάτων, υιοθέτηση συγκεκριμένης τακτικής απέναντι σε μία κατάσταση
    ⮡  Η επιχείρηση έχει ως βασική της πολιτική την υιοθέτηση πρακτικών, που ενισχύουν την ασφάλεια των εργαζομένων στο χώρο εργασίας.
    ⮡  Ασκώντας επιθετική πολιτική η εταιρεία προχώρησε στην εξαγορά πέντε μικρών επιχειρήσεων σύμφωνα με το μακροπρόθεσμο σχέδιο ανάπτυξης της εταιρείας.
  4. (γενικότερα) ο τρόπος διακυβέρνησης ενός κράτους
  5. (επάγγελμα) η επαγγελματική ενασχόληση με τα κοινά
    ⮡  Πάρα πολλοί γιατροί και δικηγόροι ασχολούνται επαγγελματικά με την πολιτική.
  6. η δημόσια ζωή, οι δημόσιες υποθέσεις, τα κοινά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πολιτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολιτική < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πολιτική (παλλακίδα, ερωμένη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολιτική θηλυκό

  1. πόρνη
    ※  14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 49 (46-49) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἐξήμπωσέ με ἡ Τύχη μου εἰς τὸ πολιτικαρεῖον
    κι ἐφαίνετό μου τὸ σκολειὸν ὡσὰν κακὸν θηρίον.
    Ὁποὺ ἦσαν γάμοι καὶ χαρὲς ἤθελα νὰ χορεύω,
    μαυλίστριες καὶ πολιτικὲς ἤθελα νὰ γυρεύω.
    Γιάννης Κ. Μαυρομάτης & Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Στέφανος Σαχλίκης. Τα Ποιήματα. Χρηστική έκδοση με βάση και τα τρία χειρόγραφα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, σ. 111-124.
    ※  14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 671 (668-671) @anemi.lib.uoc.gr
    Καὶ διʼ αὖτο ὅπου ἔναι φρόνιμος, ἂς τὲς ἀπογυρίζῃ,
    κατὰ καιρὸν ἂς τὲς πηδᾷ καὶ ἂν θέλει, ἂς τὲς χαρίζῃ·
    καὶ τότε πάλι γλίγορα, ἂς τὲς ἀποχωρίζῃ,
    διατί ὅποιον πιάσῃ ἡ πολιτική, πολλὰ τὸν τσιγαρίζει.
    Αφήγησις παράξενος /Stefanos Sahlikis i evo stihotborenie ; iszlbdovanie S. D. Papadimitriu, (επιμ.), Odessa :typ. Ekonomitseskaja, 1896.
  2. (υβριστικό, για ανήθικη και πρόστυχη γυναίκα ή ερωμένη) πόρνη

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • πολιτικές (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολιτική αἱ πολιτικαί
      γενική τῆς πολιτικῆς τῶν πολιτικῶν
      δοτική τῇ πολιτικ ταῖς πολιτικαῖς
    αιτιατική τὴν πολιτικήν τὰς πολιτικᾱ́ς
     κλητική ! πολιτική πολιτικαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολιτικᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πολιτικαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
πολιτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πολιτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολιτική, -ῆς θηλυκό

  1. η τέχνη της διακυβέρνησης, η επιστήμη των πολιτικών θεσμών
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 10, 1181a
    οἱ δὲ νόμοι τῆς πολιτικῆς ἔργοις ἐοίκασιν·
    Οι νόμοι, τώρα, μοιάζουν να είναι τα «έργα» της πολιτικής τέχνης.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (ελληνιστική σημασία) παλλακίδα, εταίρα, ερωμένη
    ※  4ος κε αιώνας, P.Oxy. 6 903, στ. 37, (36-37), @papyri.info
    καὶ ἔμεινεν λέγων ὅτι μετὰ μηναν(*)
    λαμβάνω πολιτ\ικ/ὴν ἐμαυτῷ. ταῦτα δὲ οἶδεν ὁ θ(εός).
    και επέμεινε λέγοντας ότι: μετά από ένα μήνα
    θα πάρω παλλακίδα για τον εαυτό μου. Αυτά γνωρίζει ο θεός [ότι είναι αλήθεια].
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
πολιτική: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πολιτική