νόμισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νόμισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόμισμα (συνήθεια, έθιμο) < νομίζω < → δείτε τη λέξη νόμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈno.mi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νό‐μι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νόμισμα ουδέτερο
- κομμάτι μετάλλου (συνήθως πολύτιμου) με συγκεκριμένες διαστάσεις, βάρος και παράσταση που χρησιμοποιούνταν κατά το παρελθόν ως μέσο συναλλαγής, έχοντας το ίδιο την ίδια πραγματική αξία με το αγαθό για το οποίο δινόταν ως πληρωμή
- μονάδα της οικονομικής αξίας των εμπορευμάτων που θεσπίζεται από ένα κράτος και αποκτά υλική μορφή ως κέρμα ή χαρτονόμισμα
- ↪ Το νόμισμα της Ελλάδας ήταν μέχρι τα τέλη του 2001 η δραχμή.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πληρώνω (κάποιον) με το ίδιο νόμισμα
- όψη του νομίσματος (η άλλη όψη του νομίσματος, οι δύο όψεις του νομίσματος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
με νομισμ-, νομισματ-
- ευρωνόμισμα
- νομισματάκι
- νομισματικά (επίρρημα)
- νομισματική
- νομισματικός
- νομισματοδέκτης
- νομισματοθήκη
- νομισματοκοπείο
- νομισματοκοπία
- νομισματοκόπος
- νομισματόλιθος
- νομισματολογία
- νομισματολογικά (επίρρημα)
- νομισματολογικός
- νομισματολόγος
- νομισματοποιώ
- νομισματοπώλης
- νομισματοστάθμη
- χαλκονόμισμα
- χαρτονόμισμα
- χαρτονομισματοκοπείο
→ και δείτε τις λέξεις νομίζω και νόμος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- νόμισμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νόμισμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- νόμισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νόμισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | νόμισμᾰ | τὰ | νομίσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | νομίσμᾰτος | τῶν | νομισμᾰ́των |
δοτική | τῷ | νομίσμᾰτῐ | τοῖς | νομίσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | νόμισμᾰ | τὰ | νομίσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | νόμισμᾰ | νομίσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νομίσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νομισμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
νόμισμα < νομίζω, νομισ- + -μα < νόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νόμισμα, -ατος ουδέτερο
- (αρχική σημασία) θεσμός, έθιμο, το καθιερωμένο
- το νόμιμο, αναγνωρισμένο μέτρο ή μονάδα
Παράγωγα[επεξεργασία]
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- νόμισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νόμισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)