νερό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη nds
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ μορφοποίηση μέσω αντικατάστασης προτύπων
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|nɛ.ˈɾɔ|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|nɛ.ˈɾɔ|γλ=el}}

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
[[Αρχείο:Stilles Mineralwasser.jpg|150px|thumb|νερό σε [[ποτήρι]]]]
[[Αρχείο:Stilles Mineralwasser.jpg|150px|thumb|νερό σε [[ποτήρι]]]]
Γραμμή 19: Γραμμή 20:
# '''τα νερά''' ({{πλ}}) : το [[αμνιακός|αμνιακό]] υγρό
# '''τα νερά''' ({{πλ}}) : το [[αμνιακός|αμνιακό]] υγρό
#: ''έσπασαν τα '''νερά'''''
#: ''έσπασαν τα '''νερά'''''

===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====
* κάνω μια '''τρύπα στο νερό''' : αποτυγχάνω
* κάνω μια '''τρύπα στο νερό''' : αποτυγχάνω
Γραμμή 34: Γραμμή 36:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{(}}
{{((}}
* [[νεράκι]]
* [[νεράκι]]
* [[νερουλάς]]
* [[νερουλάς]]
* [[νερουλός]]
* [[νερουλός]]
{{-}}
* [[νερουλιάζω]]
* [[νερουλιάζω]]
* [[νερώνω]]
* [[νερώνω]]
{{)}}
{{))}}


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====
{{(}}
{{((}}
* [[νεροβράζω]]
* [[νεροβράζω]]
* [[νερόβρασμα]]
* [[νερόβρασμα]]
Γραμμή 53: Γραμμή 54:
* [[νεροκανάτα]]
* [[νεροκανάτα]]
* [[νερολαδιά]]
* [[νερολαδιά]]
{{-}}
* [[νερόλακκος]]
* [[νερόλακκος]]
* [[νερομάζωμα]]
* [[νερομάζωμα]]
Γραμμή 62: Γραμμή 62:
* [[νεροτσουλήθρα]]
* [[νεροτσουλήθρα]]
* [[νερόφιδο]]
* [[νερόφιδο]]
{{)}}
{{))}}


===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====

Αναθεώρηση της 19:54, 1 Ιουλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερό τα νερά
      γενική του νερού των νερών
    αιτιατική το νερό τα νερά
     κλητική νερό νερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νερό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου νηρός (< αρχαία ελληνική νεαρός) < έκφραση "νηρόν ὕδωρ" (φρέσκο νερό)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

νερό σε ποτήρι
σταγόνα νερού

νερό ουδέτερο

  1. το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο υγρό στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται πάγος, ή αέρια, οπότε λέγεται υδρατμός
    πόσιμο νερό, πίνω νερό, βρώμικα νερά
  2. ιαματικό νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του
  3. επιτραπέζιο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο και συνήθως αντλείται από ελεγχόμενες πηγές
  4. ανθρακούχο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής
  5. τα νερά (πληθυντικός) : η ίσαλος γραμμή του πλοίου
    "σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά, να πας για να γραδάρεις" (Καββαδίας)
  6. τα νερά (πληθυντικός) : το αμνιακό υγρό
    έσπασαν τα νερά

Εκφράσεις

  • κάνω μια τρύπα στο νερό : αποτυγχάνω
  • βάζω το νερό στ' αυλάκι : οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο
  • χάνω τα νερά μου : βρίσκομαι σε αμηχανία εξαιτίας αλλαγής
  • είμαι ή βρίσκομαι έξω από τα νερά μου : δεν κατέχω το αντικείμενο
  • σαν τα κρύα τα νερά : εξαιρετικής ομορφιάς
  • τον φέρνω στα / με τα νερά μου : προσεταιρίζομαι κάποιον, κάνοντάς τον να συμφωνεί μαζί μου
  • ένα ποτήρι νερό : η στοιχειώδης φροντίδα και περιποίηση σε κάποιον
  • το αίμα νερό δεν γίνεται : οι οικογενειακοί δεσμοί δεν επιτρέπουν έχθρητες
  • έσπασαν τα νερά : άνοιξε ο αμνιακός σάκος και πλησιάζει η ώρα του τοκετού
  • βάζω νερό στο κρασί μου : γίνομαι πιο διαλλακτικός ή λιγότερο απαιτητικός
  • πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό : είμαι ανίκανος να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία
  • καραβοκύρης του γλυκού νερού: για όποιον είναι μόνον για εύκολα, όπως οι βαρκάρηδες που είναι συνηθισμένοι σε λίμνες και δεν ξέρουν από ανοιχτό πέλαγος

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις