άγγελος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Κατηγορία:Λέξεις με συνθετικό 'άγγελος' (νέα ελληνικά) |
→{{συγγενικά}}: πρόσθεσα μία συγγενική λέξη |
||
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
==={{συγγενικά}}=== |
==={{συγγενικά}}=== |
||
* [[Άγγελος]] |
|||
* [[Αγγελής]] |
* [[Αγγελής]] |
||
* [[Αγγελέτος]] |
* [[Αγγελέτος]] |
Αναθεώρηση της 04:21, 11 Ιανουαρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άγγελος | οι | άγγελοι |
γενική | του | αγγέλου & άγγελου |
των | αγγέλων |
αιτιατική | τον | άγγελο | τους | αγγέλους |
κλητική | άγγελε | άγγελοι | ||
Συγκρίνετε με την κλίση του ονόματος και του επωνύμου Άγγελος. | ||||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- άγγελος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄγγελος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άγ‐γε‐λος
Ουσιαστικό
άγγελος αρσενικό
- (θρησκεία) ουράνιο ον, αγγελιαφόρος του θεού
- αγγελιαφόρος
- (μεταφορικά) άνθρωπος με ευγένεια ψυχής ή / και εξαιρετικά όμορφος
- χονδριχθύες της τάξης Squatiniformes.
Συγγενικά
Σύνθετα
- αγγελο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγγελο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'άγγελος' στο Βικιλεξικό
- αγγελοβάρεμα
- αγγελοβαρεμένος
- αγγελοβλέπω
- αγγελοβλεπούσα
- αγγελογραμμένος
- αγγελοειδής
- αγγελοζωγραφιστός
- αγγελοθωρώ
- αγγελοκαμωμένος
- αγγελοκάμωτος
- αγγελοκόβω
- αγγελόκομμα
- αγγελοκρίνομαι
- αγγελοκρίτης
- αγγελοκρούομαι
- αγγελόκρουσμα
- αγγελοκρουσμένος
- αγγελολογία
- αγγελομαχώ
- αγγελομάχημα
- αγγελόμορφος
- αγγελοπετριά
- αγγελοπρόσωπος
- αγγελοσκιάζομαι
- αγγελοσκιάζω
- αγγελόσκιασμα
- αγγελόψυχος
- αρχάγγελος
- φυλακάγγελος
- ευαγγέλιο
- ευαγγελιστής
- ευαγγελίζομαι
- ευαγγελισμός
- Ευαγγελισμός
Δείτε επίσης
- άγγελος στη Βικιπαίδεια
- Στη Βικιπαίδεια, θα δείτε μια από τις πιθανές ιεραρχίες των αγγέλων. Αυτοί χωρίζονται σε 3 τάξεις, που η καθεμιά τους χωρίζεται σε 3 ταξιαρχίες:
- Σεραφείμ - Χερουβείμ - Θρόνοι
- Κυριότητες - Δυνάμεις - Εξουσίες
- Αρχές - Αρχάγγελοι - Άγγελοι
Μεταφράσεις
αγγελιοφόρος
|
ουράνιο ον
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)