κόσμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py αντικατάσταση κλίσ- με κλίση-'δρόμος'
μ pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈkɔ.zmɔs|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|ˈko.zmos|γλ=el}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 04:12, 27 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόσμος οι κόσμοι
      γενική του κόσμου των κόσμων
    αιτιατική τον κόσμο τους κόσμους
     κλητική κόσμε κόσμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόσμος < αρχαία ελληνική κόσμος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

κόσμος αρσενικό

  1. το σύμπαν
  2. ο πλανήτης Γη
  3. οι άνθρωποι, η κοινωνία
  4. οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων
  5. οι καλεσμένοι
  6. τα εγκόσμια κατ' αντιδιαστολή προς τον μοναχισμό
  7. (παρωχημένο) στολίδι

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • από καταβολής κόσμου: από τότε που υπάρχει ο κόσμος, από την αρχή
  • έφαγα τον κόσμο: έψαξα πολύ για να βρω (κάτι)
  • ζει σε άλλον κόσμο: είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
  • ζει στον κόσμο του: είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
  • χαλάει ο κόσμος : γίνεται μεγάλη φασαρία, γίνονται επεισόδια

Παροιμίες

  • εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται: ενώ γίνονται γεγονότα που επαπειλούν τη ζωή κάποιου, αυτός ασχολείται με πράγματα άσχετα και δευτερεύοντα
  • ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι: συνήθως λέγεται ειρωνικά για κάποιον που νομίζει ότι είναι κάτοχος ενός μεγάλου μυστικού, ενώ το ξέρει όλος ο κόσμος.

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

κόσμος αρσενικό

  1. η τάξη (η κατάσταση κατά την οποία κάθε τι είναι τακτοποιημένο στη θέση του)
    1. η καλή συμπεριφορά
    2. η σωστή διακυβέρνηση
  2. το στολίδι, η διακόσμηση
    1. (πληθυντικός) τα στολίδια
    2. τα κοσμητικά στοιχεία του λόγου, πχ τα κοσμητικά επίθετα
    3. (μεταφορικά) η τιμή, κάτι το τιμητικό
      γυναιξί κόσμον ἡ σιγὴ φέρει
  3. "άρχοντας", τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στην Κρήτη
  4. ο κόσμος, το σύμπαν
  5. ο κόσμος, οι άνθρωποι ως σύνολο

Συγγενικά

Σύνθετα

Αναφορές

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883