ψιλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψιλός | η | ψιλή | το | ψιλό |
γενική | του | ψιλού | της | ψιλής | του | ψιλού |
αιτιατική | τον | ψιλό | την | ψιλή | το | ψιλό |
κλητική | ψιλέ | ψιλή | ψιλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψιλοί | οι | ψιλές | τα | ψιλά |
γενική | των | ψιλών | των | ψιλών | των | ψιλών |
αιτιατική | τους | ψιλούς | τις | ψιλές | τα | ψιλά |
κλητική | ψιλοί | ψιλές | ψιλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψιλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψιλός("αποψιλωμένος") < ψάω και ψίω (ψαύω, τρίβω)
- για τη γραμματική: < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ψιλός
- νομικά: < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική nue-proprieté[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psiˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λός
- ομόηχο: ψηλός
- τονικά παρώνυμα: ψήλος, ψύλλος
Επίθετο
[επεξεργασία]ψιλός, -ή, -ό
- λεπτός
- ⮡ έπεφτε ψιλή βροχή· κόβω το μήλο σε ψιλές φέτες
- (για ήχους) λεπτός σαν παιδικός (παραβάλετε με ψηλός)
- ⮡ έχει πολύ ψιλή φωνή
- (γραμματική) ψιλά σύμφωνα της αρχαίας ελληνικής: τα σύμφωνα κ, π, τ, τα σύγχρονα άηχα κλειστά
- (νομικός όρος) ψιλή κυριότητα: το να έχει κάποιος μια ιδιοκτησία χωρίς να μπορεί να καρπώνεται και τα οικονομικά οφέλη που μπορεί να αποφέρει, την επικαρπία
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) ψιλοί (στρατιώτες): στην αρχαιότητα, οι στρατιώτες που δεν έφεραν βαρύ οπλισμό
- (ηχοληψία, προφορικό) τα ψιλά, μικρού μήκους κύματος συχνότητες, υψηλές συχνότητες
- ο αποψιλωμένος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κούρεμα με την ψιλή: το πολύ κοντό και βαθύ κούρεμα των μαλλιών, συνώνυμο: "κούρεμα γουλί".
- σε δουλεύει ψιλό γαζί: σε κοροϊδεύει επιδέξια και δεν το καταλαβαίνεις.
- ψιλά γράμματα: οι λεπτομέρειες που δεν ενδιαφέρουν πολύ κόσμο και είναι συνήθως τυπωμένες με μικρά τυπογραφικά στοιχεία.
- ψιλή κουβέντα: συνομιλία για καθημερινά πράγματα χωρίς ιδιαίτερη σημασία.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]όπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ψιλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψιλός | ἡ | ψιλή | τὸ | ψιλόν |
γενική | τοῦ | ψιλοῦ | τῆς | ψιλῆς | τοῦ | ψιλοῦ |
δοτική | τῷ | ψιλῷ | τῇ | ψιλῇ | τῷ | ψιλῷ |
αιτιατική | τὸν | ψιλόν | τὴν | ψιλήν | τὸ | ψιλόν |
κλητική ὦ! | ψιλέ | ψιλή | ψιλόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ψιλοί | αἱ | ψιλαί | τὰ | ψιλᾰ́ |
γενική | τῶν | ψιλῶν | τῶν | ψιλῶν | τῶν | ψιλῶν |
δοτική | τοῖς | ψιλοῖς | ταῖς | ψιλαῖς | τοῖς | ψιλοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ψιλούς | τὰς | ψιλᾱ́ς | τὰ | ψιλᾰ́ |
κλητική ὦ! | ψιλοί | ψιλαί | ψιλᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψιλώ | τὼ | ψιλᾱ́ | τὼ | ψιλώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ψιλοῖν | τοῖν | ψιλαῖν | τοῖν | ψιλοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψιλός < ψάω και ψίω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]ψιλός, -ή, -όν
- άδενδρος
- άτριχος, φαλακρός
- ※ ὁ μὲν Αἰσχύλος ἐπί τινος πέτρας καθῆστο, τὰ εἰθισμένα δήπου φιλοσοφῶν καὶ γράφων· ἄθριξ δὲ ἦν τὴν κεφαλὴν καὶ ψιλός. (Κλαύδιος Αιλιανός, περ. 175 – περ. 235 μ.Χ, Περί ζώων ιδιότητος, ζ, 16)
- ο μεν Αισχύλος καθόταν σε μια πέτρα, (ασχολούμενος) με τα συνηθισμένα φαντάζομαι, φιλοσοφώντας και γράφοντας, άτριχος δε ήταν στην κεφαλή, καραφλός.
- ※ ὁ μὲν Αἰσχύλος ἐπί τινος πέτρας καθῆστο, τὰ εἰθισμένα δήπου φιλοσοφῶν καὶ γράφων· ἄθριξ δὲ ἦν τὴν κεφαλὴν καὶ ψιλός. (Κλαύδιος Αιλιανός, περ. 175 – περ. 235 μ.Χ, Περί ζώων ιδιότητος, ζ, 16)
- άπτερος
- γυμνός από κάτι, ακάλυπτος γενικότερα, στερημένος από κάτι, δίχως κάτι που συνηθίζεται να συνοδεύει, σκέτος
- ⮡ ο ψιλός λόγος : ο πεζός λόγος
- ⮡ ψιλή ποίησις : χωρίς τη συνοδεία μουσικής
- ⮡ ψιλή κιθάρισις : μουσική χωρίς τη συνοδεία άσματος
- (στρατιωτικός όρος, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό, πληθυντικός) → δείτε τη λέξη ψιλοί οι σχετικά ελαφρά οπλισμένοοι στρατιώτες (με τόξα ή σφεντόνες)
- (ελληνιστική σημασία : γραμματική) ψιλά σύμφωνα κ, π, τ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ψιλός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ψιλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψιλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)