ψιλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψίλος, ψηλός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψιλός η ψιλή το ψιλό
      γενική του ψιλού της ψιλής του ψιλού
    αιτιατική τον ψιλό την ψιλή το ψιλό
     κλητική ψιλέ ψιλή ψιλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψιλοί οι ψιλές τα ψιλά
      γενική των ψιλών των ψιλών των ψιλών
    αιτιατική τους ψιλούς τις ψιλές τα ψιλά
     κλητική ψιλοί ψιλές ψιλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψιλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψιλός("αποψιλωμένος") < ψάω και ψίω (ψαύω, τρίβω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psiˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψι‐λός
ομόηχο: ψηλός
τονικά παρώνυμα: ψήλος, ψύλλος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ψιλός, -ή, -ό

  1. λεπτός
    ⮡  έπεφτε ψιλή βροχή· κόβω το μήλο σε ψιλές φέτες
  2. (για ήχους) λεπτός σαν παιδικός (παραβάλετε με ψηλός)
    ⮡  έχει πολύ ψιλή φωνή
  3. (γραμματική) ψιλά σύμφωνα της αρχαίας ελληνικής: τα σύμφωνα κ, π, τ, τα σύγχρονα άηχα κλειστά
  4. (νομικός όρος) ψιλή κυριότητα: το να έχει κάποιος μια ιδιοκτησία χωρίς να μπορεί να καρπώνεται και τα οικονομικά οφέλη που μπορεί να αποφέρει, την επικαρπία
  5. (ιστορία, στρατιωτικός όρος) ψιλοί (στρατιώτες): στην αρχαιότητα, οι στρατιώτες που δεν έφεραν βαρύ οπλισμό
  6. (ηχοληψία, προφορικό) τα ψιλά, μικρού μήκους κύματος συχνότητες, υψηλές συχνότητες
  7. ο αποψιλωμένος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κούρεμα με την ψιλή: το πολύ κοντό και βαθύ κούρεμα των μαλλιών, συνώνυμο: "κούρεμα γουλί".
  • σε δουλεύει ψιλό γαζί: σε κοροϊδεύει επιδέξια και δεν το καταλαβαίνεις.
  • ψιλά γράμματα: οι λεπτομέρειες που δεν ενδιαφέρουν πολύ κόσμο και είναι συνήθως τυπωμένες με μικρά τυπογραφικά στοιχεία.
  • ψιλή κουβέντα: συνομιλία για καθημερινά πράγματα χωρίς ιδιαίτερη σημασία.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ψιλός ψιλή τὸ ψιλόν
      γενική τοῦ ψιλοῦ τῆς ψιλῆς τοῦ ψιλοῦ
      δοτική τῷ ψιλ τῇ ψιλ τῷ ψιλ
    αιτιατική τὸν ψιλόν τὴν ψιλήν τὸ ψιλόν
     κλητική ! ψιλέ ψιλή ψιλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ψιλοί αἱ ψιλαί τὰ ψιλᾰ́
      γενική τῶν ψιλῶν τῶν ψιλῶν τῶν ψιλῶν
      δοτική τοῖς ψιλοῖς ταῖς ψιλαῖς τοῖς ψιλοῖς
    αιτιατική τοὺς ψιλούς τὰς ψιλᾱ́ς τὰ ψιλᾰ́
     κλητική ! ψιλοί ψιλαί ψιλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψιλώ τὼ ψιλᾱ́ τὼ ψιλώ
      γεν-δοτ τοῖν ψιλοῖν τοῖν ψιλαῖν τοῖν ψιλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψιλός < ψάω και ψίω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

ψιλός, -ή, -όν

  1. άδενδρος
  2. άτριχος, φαλακρός
    ※  ὁ μὲν Αἰσχύλος ἐπί τινος πέτρας καθῆστο, τὰ εἰθισμένα δήπου φιλοσοφῶν καὶ γράφων· ἄθριξ δὲ ἦν τὴν κεφαλὴν καὶ ψιλός. (Κλαύδιος Αιλιανός, περ. 175 – περ. 235 μ.Χ, Περί ζώων ιδιότητος, ζ, 16)
    ο μεν Αισχύλος καθόταν σε μια πέτρα, (ασχολούμενος) με τα συνηθισμένα φαντάζομαι, φιλοσοφώντας και γράφοντας, άτριχος δε ήταν στην κεφαλή, καραφλός.
  3. άπτερος
  4. γυμνός από κάτι, ακάλυπτος γενικότερα, στερημένος από κάτι, δίχως κάτι που συνηθίζεται να συνοδεύει, σκέτος
    ⮡  ο ψιλός λόγος : ο πεζός λόγος
    ⮡  ψιλή ποίησις : χωρίς τη συνοδεία μουσικής
    ⮡  ψιλή κιθάρισις : μουσική χωρίς τη συνοδεία άσματος
  5. (στρατιωτικός όρος, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό, πληθυντικός) → δείτε τη λέξη ψιλοί οι σχετικά ελαφρά οπλισμένοοι στρατιώτες (με τόξα ή σφεντόνες)
  6. (ελληνιστική σημασία : γραμματική) ψιλά σύμφωνα κ, π, τ

Συγγενικά

[επεξεργασία]