κόσμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ
πηγες (LSJ στο ΛΟΓΕΙΟΝ), τακτοποίηση συγγενικών συνθέτων
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίση-'δρόμος'}}
{{el-κλίση-'δρόμος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|grc|el|κόσμος}}

==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈko.zmos|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|γλ=el|ˈko.zmos}}
: {{συλλ|κό|σμος}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
Γραμμή 14: Γραμμή 16:
# οι [[καλεσμένος|καλεσμένοι]]
# οι [[καλεσμένος|καλεσμένοι]]
# τα [[εγκόσμια]] κατ' αντιδιαστολή προς τον [[μοναχισμός|μοναχισμό]]
# τα [[εγκόσμια]] κατ' αντιδιαστολή προς τον [[μοναχισμός|μοναχισμό]]
# {{παρωχ}} [[στολίδι]]
# {{ετ|παρωχ}} [[στολίδι]]


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
* [[ντουνιάς]]
* [[ντουνιάς]] {{ετ|λαϊκ|00=-}}


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====
* '''από καταβολής κόσμου''': από τότε που υπάρχει ο κόσμος, από την αρχή
* '''[[από καταβολής κόσμου]]''': από τότε που υπάρχει ο κόσμος, από την αρχή
* '''έφαγα τον κόσμο''': έψαξα πολύ για να βρω (κάτι)
* '''[[έφαγα τον κόσμο]]''': έψαξα πολύ για να βρω (κάτι)
* '''ζει σε άλλον κόσμο''': είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
* '''ζει σε άλλον κόσμο''': είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
* '''ζει στον κόσμο του''': είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
* '''ζει στον κόσμο του''': είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
Γραμμή 31: Γραμμή 33:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{((}}
{{(}}
* [[κοσμάκης]]
* [[κοσμάκης]]
* [[κοσμήτορας]]
* [[κοσμήτορας]]
Γραμμή 37: Γραμμή 39:
* [[κοσμώ]], [[κόσμημα]], [[κόσμιος]]/[[κοσμία]], [[κόσμια]] ([[κοσμίως]]), [[κοσμιότητα]] ([[κοσμιότης]])
* [[κοσμώ]], [[κόσμημα]], [[κόσμιος]]/[[κοσμία]], [[κόσμια]] ([[κοσμίως]]), [[κοσμιότητα]] ([[κοσμιότης]])
* [[διακοσμώ]], [[διάκοσμος]], [[διακόσμηση]], [[διακοσμητής]]/[[διακοσμήτρια]]
* [[διακοσμώ]], [[διάκοσμος]], [[διακόσμηση]], [[διακοσμητής]]/[[διακοσμήτρια]]
* [[εγκόσμιος]], τα [[εγκόσμια]]
{{-}}
* [[κοσμο-]] {{π-κατ||κοσμο-}}
''όπως''
* [[κοσμογονία]], [[κοσμογονικός]]
* [[κοσμογονία]], [[κοσμογονικός]]
* [[κοσμολογία]], [[κοσμογραφία]]
* [[κοσμολογία]], [[κοσμογραφία]]
Γραμμή 49: Γραμμή 55:
* [[κοσμοπολίτης]]/[[κοσμοπολίτισσα]], [[κοσμοπολίτικος]]
* [[κοσμοπολίτης]]/[[κοσμοπολίτισσα]], [[κοσμοπολίτικος]]
* [[κοσμοχαλασιά]]
* [[κοσμοχαλασιά]]
* [[απόκοσμος]]
* [[κοσμοϊστορικός]]
* [[κοσμοϊστορικός]]
* [[κοσμογυρισμένος]]
* [[κοσμογυρισμένος]]
* [[κοσμοσωτήριος]]
* [[κοσμοσωτήριος]]
* [[κοσμοξάκουστος]]
* [[κοσμοξάκουστος]]
{{-}}
* [[εγκόσμιος]], τα [[εγκόσμια]]
* [[-κοσμος]] {{π-κατ||-κοσμος}}
''όπως''
* [[απόκοσμος]]
* [[υπόκοσμος]]
* [[υπόκοσμος]]
{{))}}
{{)}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 75: Γραμμή 83:
* {{de}} : {{τ|de|Menschen}}, {{τ|de|Leute}}
* {{de}} : {{τ|de|Menschen}}, {{τ|de|Leute}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{πηγές}}===
* {{Π:ΛΚΝ}}




----
----

=={{-grc-}}==
=={{-grc-}}==
{{λείπει η κλίση|grc}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία|grc}}


==={{ουσιαστικό|grc}}===
==={{ουσιαστικό|grc}}===
Γραμμή 88: Γραμμή 103:
## (''πληθυντικός'') τα στολίδια
## (''πληθυντικός'') τα στολίδια
## τα κοσμητικά στοιχεία του λόγου, πχ τα κοσμητικά επίθετα
## τα κοσμητικά στοιχεία του λόγου, πχ τα κοσμητικά επίθετα
## {{μτφρ}} η [[τιμή]], κάτι το τιμητικό
## {{ετ|μτφρ|grc}} η [[τιμή]], κάτι το τιμητικό
##: ''γυναιξί '''κόσμον''' ἡ σιγὴ φέρει''
##: {{πχ}} ''γυναιξί '''κόσμον''' ἡ σιγὴ φέρει''
# "άρχοντας", τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στην Κρήτη
# "άρχοντας", τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στην Κρήτη
# ο [[κόσμος]], το [[σύμπαν]]
# ο [[κόσμος]], το [[σύμπαν]]
Γραμμή 95: Γραμμή 110:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{(}}
{{((|κολόνες=3}}
* [[κοσμάριον]]
* [[κοσμάριον]]
* [[κοσμέω]]
* [[κοσμέω]]
Γραμμή 103: Γραμμή 118:
* [[κοσμητέον]]
* [[κοσμητέον]]
* [[κοσμητεύω]]
* [[κοσμητεύω]]
{{-}}
* [[κοσμητήριον]]
* [[κοσμητήριον]]
* [[κοσμητής]] / [[κοσμητήρ]]
* [[κοσμητής]] / [[κοσμητήρ]]
Γραμμή 111: Γραμμή 125:
* [[κόσμητρον]]
* [[κόσμητρον]]
* [[κοσμήτωρ]]
* [[κοσμήτωρ]]
{{-}}
* [[κοσμιαῖος]]
* [[κοσμιαῖος]]
* [[κοσμίδιον]]
* [[κοσμίδιον]]
Γραμμή 119: Γραμμή 132:
* [[κοσμιότης]]
* [[κοσμιότης]]
* [[κοσμωτός]]
* [[κοσμωτός]]
{{)}}
{{))}}


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====
* {{λ|κοσμο-|grc}} {{π-κατ|grc|κοσμο-}}
{{(}}
''όπως''
{{((|κολόνες=4}}
* [[κοσμαγός]]
* [[κοσμαγός]]
* [[κοσμάρχης]]
* [[κοσμάρχης]]
Γραμμή 131: Γραμμή 146:
* [[κοσμοκόμης]]
* [[κοσμοκόμης]]
* [[κοσμοκράτωρ]]
* [[κοσμοκράτωρ]]
{{-}}
* [[κοσμολογικός]]
* [[κοσμολογικός]]
* [[κοσμοπλάστης]]
* [[κοσμοπλάστης]]
Γραμμή 140: Γραμμή 154:
* [[κοσμοπολίτης]]
* [[κοσμοπολίτης]]
* [[κοσμοπρεπής]]
* [[κοσμοπρεπής]]
{{-}}
* [[κοσμοσάνδαλον]]
* [[κοσμοσάνδαλον]]
* [[κοσμοτρόφος]]
* [[κοσμοτρόφος]]
Γραμμή 148: Γραμμή 161:
* [[κοσμοφόρος]]
* [[κοσμοφόρος]]
* [[κοσμοειδής]]
* [[κοσμοειδής]]
{{)}}
{{))}}


==={{αναφορές}}===
==={{πηγές}}===
* {{R:LS1883}}
* {{Π:ΒΛΑΕ|131}}
* {{Π:Λίντελ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 08:17, 4 Μαρτίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόσμος οι κόσμοι
      γενική του κόσμου των κόσμων
    αιτιατική τον κόσμο τους κόσμους
     κλητική κόσμε κόσμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόσμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόσμος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐σμος

Ουσιαστικό

κόσμος αρσενικό

  1. το σύμπαν
  2. ο πλανήτης Γη
  3. οι άνθρωποι, η κοινωνία
  4. οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων
  5. οι καλεσμένοι
  6. τα εγκόσμια κατ' αντιδιαστολή προς τον μοναχισμό
  7. (παρωχημένο) στολίδι

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Παροιμίες

  • εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται: ενώ γίνονται γεγονότα που επαπειλούν τη ζωή κάποιου, αυτός ασχολείται με πράγματα άσχετα και δευτερεύοντα
  • ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι: συνήθως λέγεται ειρωνικά για κάποιον που νομίζει ότι είναι κάτοχος ενός μεγάλου μυστικού, ενώ το ξέρει όλος ο κόσμος.

Συγγενικά

όπως

όπως

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κόσμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κόσμος αρσενικό

  1. η τάξη (η κατάσταση κατά την οποία κάθε τι είναι τακτοποιημένο στη θέση του)
    1. η καλή συμπεριφορά
    2. η σωστή διακυβέρνηση
  2. το στολίδι, η διακόσμηση
    1. (πληθυντικός) τα στολίδια
    2. τα κοσμητικά στοιχεία του λόγου, πχ τα κοσμητικά επίθετα
    3. (μεταφορικά) η τιμή, κάτι το τιμητικό
      γυναιξί κόσμον ἡ σιγὴ φέρει
  3. "άρχοντας", τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στην Κρήτη
  4. ο κόσμος, το σύμπαν
  5. ο κόσμος, οι άνθρωποι ως σύνολο

Συγγενικά

Σύνθετα

όπως

Πηγές