αέρας

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από αγέρι)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀέρας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αέρας οι αέρες
& αέρηδες
      γενική του αέρα των αέρων
& αέρηδων
    αιτιατική τον αέρα τους αέρες
& αέρηδες
     κλητική αέρα αέρες
& αέρηδες
Κατηγορία όπως «αέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
H ισπανική σημαία κυματίζει στον αέρα.
Kοκοφοίνικες κουνιούνται από τον αέρα στο Πράσινο Ακρωτήρι.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αέρας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀέρας < αρχαία ελληνική ἀήρ, σπό την αιτιατική ενικού τόν ἀέρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈe.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐έ‐ρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αέρας αρσενικό και αγέρας

  1. το σύνολο των άοσμων, άχρωμων και άγευστων αερίων που μας περιβάλλει στην ατμόσφαιρα και που το αναπνέουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί
    ⮡  Θέλει να μας πάρει ως και τον αέρα που αναπνέουμε.
    ⮡  Πνίγομαι, θέλω αέρα!
    1. ο αέρας που παρέχεται σε μια συσκευή
      ⮡  ανοίγω / κλείνω τον αέρα
    2. το κενό
      ⮡  στέκομαι στον αέρα, πυροβολώ στον αέρα, μιλάω στον αέρα
      → δείτε και τον όρο κενό αέρος
  2. ο άνεμος (πληθυντικός: αέρηδες)
    ⮡  φυσάει αέρας, φυσάει ένας διαβολεμένος αέρας
    ⮡  γλυκός 'αέρας, γλυκό αεράκι
    1. (γενικότερα) το κλίμα
      ⮡  Τι αέρα έχετε εκεί κάτω; Να πάρουμε χειμωνιάτικα ρούχα;
  3. (μεταφορικά)
    1. η άνεση, η χάρη στη συμπεριφορά και τις κινήσεις, η αυτοπεποίθηση λόγω εμπειρίας, επιδεξιότητας ή αλαζονείας
      ⮡  Τώρα πια πήρε τον αέρα της δουλειάς.
      ⮡  Από τότε που γύρισε από το Παρίσι, έχει άλλον αέρα.
    2. το αντίθετο της ενοχλητικής ή δυσλειτουργικής πυκνότητας
      ⮡  Θέλει λίγο αέρα, είναι πολύ πηγμένη η σελίδα του περιοδικού όπως τη στήσαμε.
    3. μια γενικότερη αίσθηση, ψυχολογικό κλίμα
      ⮡  αέρας αισιοδοξίας / αλλαγής / ανανέωσης
      ⮡  αέρας μυστηρίου
      ⮡  Κάτι πλανάται στον αέρα.
  4. (εκκλησιαστικός όρος) το κάλυμμα του Αγίου Δισκοπότηρου και του Αγίου Δίσκου στη λειτουργία
    άλλες μορφές: αήρ
    ⮡  Ο αέρας καλύπτει και συμβολίζει τη νεκρική σινδόνη του Ιησού.
  5. (ιστορία) ελληνική ιαχή μάχης στο στρατό
    ⮡  Αέρα!
  6. (οικοδομική) το δικαίωμα οικοδόμησης σε κενή ταράτσα κτιρίου
    ⮡  Στην κόρη του άφησε κληρονομιά μόνο τον αέρα του τριώροφου.
  7. (οικονομία) η υπεραξία που έχει αποκτήσει μια επιχείρηση, λόγω καλής φήμης, πελατείας ή θέσης και, (κατ’ επέκταση), το χρηματικό ποσό που αναλογεί σ' αυτήν
    ⮡  Μας ζητάει αέρα 10.000 ευρώ.
  8. (ραδιόφωνο, τηλεόραση) σε ζωντανή μετάδοση, όχι μαγνητοσκοπημένα
    ⮡  Ησυχία στο στούντιο! Τελειώνουν οι διαφημίσεις και σε 3 δεύτερα θα είμαστε στον αέρα.
    ⮡  Η συνέντευξή του βγήκε στον αέρα χτες στις 2.30 μ.μ.
  9. (φιλοσοφία) στοιχείο της φύσης και του πνεύματος που για τους προσωκρατικούς φιλοσόφους είχε ιδιαίτερη σημασία στην κοσμογονία
    ⮡  Σ αέρας, το νερό, η γη και η φωτιά, με τη φιλότητα και την έχθρα (έλξη και διάσπαση) δίνουν σε όλα ζωή (Εμπεδοκλής)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και

δείτε και

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]