δρόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -δρόμος, -δρομος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρόμος οι δρόμοι
      γενική του δρόμου των δρόμων
    αιτιατική τον δρόμο τους δρόμους
     κλητική δρόμε δρόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δρόμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δρόμος[1] < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Τρακτέρ σε αγροτικό δρόμο της Αυστρίας.
Δρόμος διπλής κατεύθυνσης στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ.
Σχολικός αγώνας δρόμου στην Κορέα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρό‐μος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δρόμος αρσενικό

  1. λωρίδα εδάφους που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία δυο γεωγραφικών σημείων
  2. η οδός όπου βρίσκεται κάποιο κτίριο
  3. η απόσταση ή η διαδρομή μεταξύ δύο σημείων
  4. (αθλητισμός) ο αγώνας τρεξίματος
  5. τρόπος ζωής
    ο δρόμος της κακίας
  6. η πορεία στη ζωή, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που αποκτά κάποιος
  7. όλα όσα πρέπει να κάνει κάποιος για να επιτύχει κάτι
  8. η διέξοδος
  9. (μεταφορικά) η επιλογή, η λύση
  10. ο προσανατολισμός
  11. (συνεκδοχικά) το δρομολόγιο

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
δρομο- 

Σύνθετα[επεξεργασία]

και

παραδείγματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δρόμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δρόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δρόμος αρσενικό

  1. πορεία
  2. ταχύτητα
  3. επέλαση
  4. αγώνας δρόμου
     συνώνυμα: δρόμιον
  5. πέρασμα, διάβαση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
δρομ- 

θέμα δρομ-

και

Πηγές[επεξεργασία]




Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρόμος οἱ δρόμοι
      γενική τοῦ δρόμου τῶν δρόμων
      δοτική τῷ δρόμ τοῖς δρόμοις
    αιτιατική τὸν δρόμον τοὺς δρόμους
     κλητική ! δρόμε δρόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρόμω
γεν-δοτ τοῖν  δρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δρόμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *drοm- μεταπτωτική βαθμίδα του δρ- για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα {*der- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δρόμος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]