σκληρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκληρός, σκλῆρος, σκληρῶς
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληρός η σκληρή το σκληρό
      γενική του σκληρού της σκληρής του σκληρού
    αιτιατική τον σκληρό τη σκληρή το σκληρό
     κλητική σκληρέ σκληρή σκληρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληροί οι σκληρές τα σκληρά
      γενική των σκληρών των σκληρών των σκληρών
    αιτιατική τους σκληρούς τις σκληρές τα σκληρά
     κλητική σκληροί σκληρές σκληρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκληρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκληρός [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /skliˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκλη‐ρός

Επίθετο

[επεξεργασία]

σκληρός, -ή, -ό

  1. συμπαγής ως προς την κατασκευή ή σύστασή του, που κάμπτεται με δυσκολία
     αντώνυμα: μαλακός
  2. (μεταφορικά) που φέρεται άσπλαχνα, χωρίς αγάπη, συμπόνια, επιείκεια ή καλοσύνη
     συνώνυμα: άκαμπτος, άκαρδος, άσπλαχνος, άτεγκτος, αυστηρός
  3. (μεταφορικά) που αντέχει σε κακουχίες και αντιξοότητες
     συνώνυμα: σκληραγωγημένος
  4. (μεταφορικά) ανυποχώρητος
  5. (μεταφορικά) κουραστικός, επαχθής
  6. (μεταφορικά) επιβλαβής, δυσάρεστος
  7. (μεταφορικά) που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ
    ※  Γέμιζα τις τσέπες μου με ξηρούς καρπούς, το ποτήρι μου με βερμούτ -το σκληρότερο ποτό στον μπουφέ- και καθόμουν παράμερα. (Πέτρος Τατσόπουλος Το αγόρι της πρωινής συγγνώμης [διήγημα])
  8. (για άνεμο) δυνατός, (για καιρικές συνθήκες) απότομος → δείτε τη σημασία στο μεσαιωνικό σκληρός
    ※  1824 Ανδρέας Κάλβος, ᾨδὴ τετάρτη [IV] «Εἰς τὸν Ἱερὸν Λόχον», 1η στροιφή, ποιητική συλλογή Λύρα. Γενεύη, 1824.
    Ἂς μὴ βρέξῃ ποτὲ
    τὸ σύννεφον, καὶ ὁ ἄνεμος
    σκληρὸς ἂς μὴ σκορπίσῃ
    τὸ χῶμα τὸ μακάριον
       
    ’ποὺ σᾶς σκεπάζει.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
σκληρ- 

Σχετίζονται μόνο παρετυμολογικά: σκληριά, σκληρίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκληρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκληρός

Επίθετο

[επεξεργασία]

σκληρός

  1. σκληρός, συμπαγής, άκαμπτος
  2. (μεταφορικά)
    1. άσπλαχνος, βάναυσος, σκληρός, βίαιος, ατίθασος
    2. (για τον καιρό) άγριος, μανιασμένος (όπως τα κύματα), δυνατός (όπως ο άνεμος) αντίξοος (για καιρικές συνθήκες)
    3. (για τόπο) βραχώδης, απότομος, τραχύς, δύσβατος, αδιαπέραστος
    4. (για δουλειά) επίπονος, κοπιαστικός
    5. (για ρούχα) ευτελής, άσχημος
    6. δυσάρεστος, καταθλιπτικός, δυσοίωνος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • σκληρά (θηλυκό / ουδέτερο πληθυντικός)
  • σκληρᾶς (γενική ενικού θηλυκού)
  • σκληρές (θηλυκό πληθυντικός)
  • σκληρή (θηλυκό)
  • σκληρό (ουδέτερο / αιτιατική ενικού αρσενικού)
  • σκληρόν (ουδέτερο / αιτιατική ενικού αρσενικού)
  • σκληροῦ (γενική ενικού αρσενικού, ουδέτερου)
  • σκληρούς (αιτιατική πληθυντικού αρσενικού)
  • σκληρῶν (γενική πληθυντικού αρσενικού, ουδέτερου)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
σκληρ- 

και



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σκληρός σκληρᾱ́ τὸ σκληρόν
      γενική τοῦ σκληροῦ τῆς σκληρᾶς τοῦ σκληροῦ
      δοτική τῷ σκληρ τῇ σκληρ τῷ σκληρ
    αιτιατική τὸν σκληρόν τὴν σκληρᾱ́ν τὸ σκληρόν
     κλητική ! σκληρέ σκληρᾱ́ σκληρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σκληροί αἱ σκληραί τὰ σκληρᾰ́
      γενική τῶν σκληρῶν τῶν σκληρῶν τῶν σκληρῶν
      δοτική τοῖς σκληροῖς ταῖς σκληραῖς τοῖς σκληροῖς
    αιτιατική τοὺς σκληρούς τὰς σκληρᾱ́ς τὰ σκληρᾰ́
     κλητική ! σκληροί σκληραί σκληρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκληρώ τὼ σκληρᾱ́ τὼ σκληρώ
      γεν-δοτ τοῖν σκληροῖν τοῖν σκληραῖν τοῖν σκληροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκληρός < θέμα σκλη-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kelh₁- + -ρός [1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

σκληρός, -ά, -όν

Παράγωγα

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
σκληρ- 

και

Δε σχετίζεται το δύσκληρος, προσκληρόω (→ δείτε τη λέξη κλῆρος)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.