Χρήστης:Lou/μετοχές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

[επεξεργασία]

γαγγραινιασμένος γαλακτοποιημένος γαλβανισμένος γαληνεμένος γαλουχημένος γανιασμένος γαργαλεμένος γαργαλημένος γαργαλισμένος γαριασμένος γαρνιρισμένος γατσιασμένος γδαρμένος γελοιογραφημένος γελοιοποιημένος γεμισμένος γενικευμένος γεννημένος γερασμένος γερμένος γεροκομημένος γευματισμένος γηπεδοποιημένος γηροκομημένος γητεμένος γιατρεμένος γιγαντεμένος γινατεμένος γιομισμένος γιορτασμένος γιουχαϊσμένος γιουχαρισμένος γκρεμισμένος γκρεμοτσακισμένος γλειμμένος γλιτσιασμένος γλυκαμένος γλυκοκοιμισμένος γλυκοκοιταγμένος γλυκοτραγουδημένος γλυκοφιλημένος γνεσμένος γνοιασμένος γνωρισμένος γνωστοποιημένος γοητευμένος γονατισμένος γουρμασμένος γουρσουζεμένος γραδαρισμένος γραμμογραφημένος γρασαρισμένος γρατζουνισμένος γρατσουνισμένος γριπιασμένος γρονθοκοπημένος γρουσουζεμένος γυαλισμένος γυμνασμένος γυρεμένος γυρισμένος γωνιασμένος δαγκαμένος δαγκωμένος δακρυσμένος δακτυλογραφημένος δαμαλισμένος δαμασμένος δανειοδοτημένος δανεισμένος δαπανημένος δαρμένος δασκαλεμένος δασμολογημένος δαχτυλογραφημένος δειγμένος δεκαπλασιασμένος δελεασμένος δεματιασμένος δεμένος δεντροφυτεμένος δεντρωμένος δεξιωμένος δηλοποιημένος δηλωμένος δημευμένος δημιουργημένος δημοπρατημένος δημοσιευμένος δημοσιοποιημένος δημοσκοπημένος διαβαθμισμένος διαβασμένος διαβεβαιωμένος διαβεβλημένος διαβιβασμένος διαβολοσταλμένος διαβρωμένος

[επεξεργασία]

διαγγελμένος διαγκωνισμένος διαγουμισμένος διαγραμμένος διαγραμμισμένος διαδηλωμένος διαδραματισμένος διαθερμασμένος διαθλασμένος διαιρεμένος διαιωνισμένος διακανονισμένος διακηρυγμένος διακινδυνευμένος διακινημένος διακλαδισμένος διακομμένος διακορευμένος διακοσμημένος διακριβωμένος διακριμένος διακυβερνημένος διακυβευμένος διακωμωδημένος διαλαλημένος διαλεγμένος διαλευκασμένος διαλογισμένος διαλυμένος διαμελισμένος διαμερισμένος διαμετακομισμένος διαμετρημένος διαμηνυμένος διαμοιρασμένος διαμορφωμένος διαμφισβητημένος διανεμημένος διανεμισμένος διανθισμένος διανοιγμένος διανυσμένος διαπαιδαγωγημένος διαπερασμένος διαπλασμένος διαπλατυσμένος διαπλεγμένος διαπληκτισμένος διαπομπευμένος διαπορθμεμένος διαποτισμένος διαπραγμένος διαρθρωμένος διαρπαγμένος διαρρυθμισμένος διασαφηνισμένος διασκεδασμένος διασκελισμένος διασκορπισμένος διασπαθισμένος διασπασμένος διασταλμένος διασταυρωμένος διαστρεβλωμένος διασυρμένος διασφαλισμένος διασχισμένος διασωσμένος διαταγμένος διαταραγμένος διατηρημένος διατιμημένος διατρανωμένος διατρυπημένος διατυμπανισμένος διατυπωμένος διαφεντευμένος διαφημισμένος διαφοροποιημένος διαφυλαγμένος διαφωτισμένος διαχαραγμένος διαχειμασμένος διαχειρισμένος διαχυμένος διαχωρισμένος διαψευσμένος διαψυγμένος διβολισμένος διδαγμένος διεγερμένος διεθνοποιημένος διεκδικημένος διεκπεραιωμένος διελεγμένος διενεργημένος διεξαγμένος διερευνημένος

[επεξεργασία]

διερμηνευμένος διερρηγμένος διευθετημένος διευκρινισμένος διευρυμένος διηγημένος διηθημένος δικαιολογημένος δικαιωμένος δικασμένος δικτυωμένος διογκωμένος διοικημένος διομολογημένος διοργανωμένος διορθωμένος διορισμένος διοχετευμένος διπλαρωμένος διπλασιασμένος διπλοκλειδωμένος διπλοψηφισμένος διπλωμένος διυλισμένος διχασμένος διχοτομημένος διωγμένος δογματισμένος δοκιμασμένος δολοφονημένος δολωμένος δονημένος δοξασμένος δοξολογημένος δοσμένος δουλεμένος δραματοποιημένος δραστηριοποιημένος δραχμοποιημένος δρομολογημένος δροσισμένος δροσολογημένος δυναμωμένος δυναστευμένος δυσκολεμένος δυσφημισμένος δωρισμένος δωροδοκημένος εγγεγραμμένος εγκαθιδρυμένος εγκαινιασμένος εγκαρδιωμένος εγκαταλειμμένος εγκαταλελειμμένος εγκαταστημένος εγκατεστημένος εγκεκριμένος εγκλιματισμένος εγκλωβισμένος εγκολπωμένος εγκριμένος εγκωμιασμένος εγχαραγμένος εγχειρημένος εδραιωμένος ειδοποιημένος εικονισμένος ειλημμένος ειρηνευμένος εκβαθυμένος εκβιομηχανισμένος εκγυμνασμένος εκδηλωμένος εκδημοκρατισμένος εκδικασμένος εκδιωγμένος εκδομένος εκθαμβωμένος εκθειασμένος εκθρονισμένος εκκαθαρισμένος εκκενωμένος εκκλησιασμένος εκκοκκισμένος εκκριμένος εκλαϊκευμένος εκλεγμένος εκλεπτυσμένος εκλογικευμένος εκμαυλισμένος εκμεταλλευμένος εκμηδενισμένος εκμισθωμένος εκμυστηρευμένος εκπαιδευμένος εκπατρισμένος εκπληρωμένος εκποιημένος εκπολιτισμένος

[επεξεργασία]

εκπονημένος εκπροσωπημένος εκριζωμένος εκσλαβισμένος εκστασιασμένος εκστομισμένος εκσυγχρονισμένος εκταμιευμένος εκτελεσμένος εκτελωνισμένος εκτιμημένος εκτιναγμένος εκτονωμένος εκτοξευμένος εκτοπισμένος εκτουρκισμένος εκτραχηλισμένος εκτροχιασμένος εκτυπωμένος εκτυφλωμένος εκφαυλισμένος εκφοβισμένος εκφορτωμένος εκφρασμένος εκφωνημένος εκχειλισμένος εκχερσωμένος ελαιοχρωματισμένος ελαττωμένος ελαφρωμένος ελαχιστοποιημένος ελεγμένος ελευθερωμένος εμβολιασμένος εμβολισμένος εμπαιγμένος εμπλουτισμένος εμποδισμένος εμφανισμένος εμφυτευμένος εμψυχωμένος εναγκαλισμένος ενανθρακωμένος εναντιωμένος εναποθηκευμένος ενασκημένος ενασχολημένος ενδυναμωμένος ενεργημένος ενεργοποιημένος ενηλικιωμένος ενημερωμένος ενθαρρυμένος ενθρονισμένος ενθυλακωμένος ενοικιασμένος ενοποιημένος ενορχηστρωμένος ενοχοποιημένος ενσαρκωμένος ενσφηνωμένος ενσωματωμένος ενταγμένος ενταφιασμένος εντοιχισμένος εντοπισμένος εντυπωμένος εντυπωσιασμένος ενυδατωμένος ενωμένος εξαγγελμένος εξαγιασμένος εξαγνισμένος εξαγορασμένος εξαγριωμένος εξαερισμένος εξαερωμένος εξαθλιωμένος εξακοντισμένος εξαλειμμένος εξαναγκασμένος εξανδραποδισμένος εξανεμισμένος εξανθρωπισμένος εξαντλημένος εξαπατημένος εξαπλασιασμένος εξαπλωμένος εξαργυρωμένος εξαρθρωμένος εξαρχαϊσμένος εξασθενισμένος εξασκημένος εξασφαλισμένος εξατμισμένος εξατομικευμένος εξαϋλωμένος εξαφανισμένος εξαφρισμένος

[επεξεργασία]

εξαχρειωμένος εξεγερμένος εξειδικευμένος εξελληνισμένος εξεργασμένος εξερεθισμένος εξερευνημένος εξετασμένος εξευγενισμένος εξευμενισμένος εξευρωπαϊσμένος εξηγημένος εξημερωμένος εξιδανικευμένος εξιλεωμένος εξισλαμισμένος εξισορροπημένος εξιστορημένος εξισωμένος εξιταρισμένος εξιχνιασμένος εξοβελισμένος εξογκωμένος εξοδευμένος εξοικειωμένος εξολοθρεμένος εξομαλυσμένος εξομοιωμένος εξομολογημένος εξονειδισμένος εξοντωμένος εξονυχισμένος εξοπλισμένος εξοργισμένος εξορισμένος εξορκισμένος εξορυγμένος εξοστρακισμένος εξουδετερωμένος εξουθενωμένος εξουσιασμένος εξουσιοδοτημένος εξοφλημένος εξυβρισμένος εξυγιασμένος εξυπηρετημένος εξυφασμένος εξυψωμένος εξωθημένος εξωραϊσμένος εξωτερικευμένος εορτασμένος επαινεμένος επαληθευμένος επαναπατρισμένος επαναπαυμένος επαναστατημένος επανασυνδεμένος επανατοποθετημένος επανεκδομένος επανεκλεγμένος επανενταγμένος επανεξετασμένος επανιδρυμένος επανορθωμένος επαργυρωμένος επαυξημένος επενδυμένος επεξεργασμένος επεξηγημένος επηρεασμένος επιβαρημένος επιβεβαιωμένος επιβιβασμένος επιβραβευμένος επιδειγμένος επιδεινωμένος επιδικασμένος επιδιορθωμένος επιδιωγμένος επιδοκιμασμένος επιδοτημένος επιθεωρημένος επικαλυμμένος επικαρπωμένος επικασσιτερωμένος επικεντρωμένος επικηρυγμένος επικολλημένος επικριμένος επικροτημένος επικυρωμένος επιλυμένος επιμερισμένος επιμεταλλωμένος επιμετρημένος επιμολυσμένος επιμορφωμένος επιπεδωμένος

[επεξεργασία]

επιπληγμένος επιπλωμένος επιπωματισμένος επισημασμένος επισημοποιημένος επισιτισμένος επισκευασμένος επισκιασμένος επισκοτισμένος επιστεγασμένος επιστεμμένος επιστρατευμένος επιστρεμμένος επιστρωμένος επισυνημμένος επισφραγισμένος επισωρευμένος επιταγμένος επιτηδευμένος επιφορτισμένος επιφυλαγμένος επιχαλκωμένος επιχειρημένος επιχορηγημένος επιχρισμένος επιχρυσωμένος επιχωματωμένος εποικισμένος εποπτευμένος επουλωμένος επωασμένος επωμισμένος επωφελημένος ερειπωμένος ερευνημένος ερημωμένος ερμηνευμένος ερωτευμένος ερωτημένος εστιασμένος εσωκλεισμένος ετοιμασμένος ευαγγελισμένος ευαισθητοποιημένος ευαρεστημένος ευδαιμονισμένος ευεργετημένος ευνοημένος ευνουχισμένος ευπρεπισμένος ευρυμένος ευσπλαχνισμένος ευτελισμένος ευτρεπισμένος ευωδιασμένος εφαρμοσμένος εφοδιασμένος εφοπλισμένος εφυαλωμένος ζαρωμένος ζαχαριασμένος ζαχαρωμένος ζεματισμένος ζεσταμένος ζεστοκοπημένος ζευγαρισμένος ζητημένος ζορισμένος ζουλιγμένος ζουμαρισμένος ζουπιγμένος ζουριασμένος ζουρλαμένος ζοχαδιασμένος ζυγιασμένος ζυγισμένος ζυγοσταθμισμένος ζυγωμένος ζυμωμένος ζωγραφισμένος ζωηρεμένος ζωντανεμένος ζωογονημένος ζωοποιημένος θαλασσοδαρμένος θαλασσοπνιγμένος θαλασσοποιημένος θαλασσωμένος θαμβωμένος θαμμένος θαμπωμένος θανατωμένος θαρρεμένος θαυμασμένος θειαφισμένος θελημένος θελιασμένος θεμελιωμένος θεοποιημένος

[επεξεργασία]

θεραπευμένος θεριακωμένος θεριεμένος θερισμένος θερμομετρημένος θεσμοθετημένος θεσπισμένος θεωρημένος θηλασμένος θηλιασμένος θηλυκωμένος θημωνιασμένος θησαυρισμένος θιγμένος θολωμένος θορυβημένος θρασεμένος θρονιασμένος θρυμματισμένος θρυψαλιασμένος θυμιασμένος θυμιατισμένος θυροκολλημένος θυσιασμένος θωπευμένος θωρακισμένος ιατρεμένος ιδανικευμένος ιδεασμένος ιδιοκατοικημένος ιδιοποιημένος ιδιωτικοποιημένος ιδροκοπημένος ιδρυμένος ιδρωμένος ιεραρχημένος ιονισμένος ιππευμένος ιριδισμένος ισασμένος ισιασμένος ισιωμένος ισοζυγιασμένος ισοζυγισμένος ισοπεδωμένος ισοσκελισμένος ισοσταθμισμένος ισοφαρισμένος ισχνεμένος ισχυρισμένος ισωμένος ιχνευμένος ιχνογραφημένος καβαλημένος καβατζομένος καδρονιασμένος καζανιασμένος καζαντισμένος καθαγιασμένος καθαγνισμένος καθαρισμένος καθαρογραμμένος καθελκυσμένος καθετηριασμένος καθηλωμένος καθησυχασμένος καθιδρυμένος καθιερωμένος καθοδηγημένος καθορισμένος καθοσιωμένος καθρεπτισμένος καθρεφτισμένος καθυβρισμένος καθυγραμένος καθυποταγμένος κακαδιασμένος κακισμένος κακιωμένος κακοβαλμένος κακογεννημένος κακοδιοικημένος κακοθανατισμένος κακοκαρδισμένος κακολογιασμένος κακομεταχειρισμένος κακοπαθημένος κακοπαντρεμένος κακοπερασμένος κακοπεσμένος κακοπληρωμένος κακοποιημένος κακοστομαχιασμένος κακοσυνεμένος κακοσυνηθισμένος κακοσυστημένος κακοτυχισμένος κακουργημένος κακοφορμισμένος

[επεξεργασία]

κακοχρονισμένος κακοχωνεμένος καλαθιασμένος καλαϊσμένος καλαμισμένος καλαρισμένος καλαφατισμένος καλημερισμένος καληνυχτισμένος καληνωρισμένος καλιγωμένος καλλιεργημένος καλλιτεχνημένος καλλωπισμένος καλμαρισμένος καλογεννημένος καλοειπωμένος καλοεξετασμένος καλοζυγιασμένος καλοζυγισμένος καλοθανατισμένος καλοκαρδισμένος καλολογιασμένος καλομαθημένος καλομελετημένος καλομεταχειρισμένος καλοπαντρεμένος καλοπεσμένος καλοπιασμένος καλοπληρωμένος καλοσκαμνισμένος καλοστρωμένος καλοσυνηθισμένος καλοταϊσμένος καλοτυχισμένος καλουμαρισμένος καλουπωμένος καλοφαγωμένος καλοχρονισμένος καλοχωνεμένος καλοψημένος καλοψυχισμένος καλωσορισμένος καμακισμένος καμακωμένος καμαρωμένος καμινιασμένος καμουφλαρισμένος καμπουριασμένος καμπυλωμένος κανακισμένος κανονιοβολημένος καπακωμένος καπελωμένος καπηλεμένος καπιστρωμένος καπλαντισμένος καπνισμένος καραμελιασμένος καρατομημένος καρβουνιασμένος καργαρισμένος καρδαμωμένος καρικωμένος καρουλιασμένος καρπαζωμένος καρπισμένος καρπωμένος καρτερεμένος καρυδωμένος καρυκευμένος καρφωμένος κασελιασμένος κασιδιασμένος καταβαραθρωμένος καταβλημένος καταβοδωμένος καταβολεμένος καταβολιασμένος καταβρεγμένος καταβροχθισμένος καταβυθισμένος καταγγελμένος καταγεγραμμένος καταγινωμένος καταγοητευμένος καταγραμμένος καταδαμασμένος καταδαπανημένος καταδικασμένος καταδιωγμένος καταδυναστευμένος καταθλιμμένος καταθορυβημένος κατακαθισμένος κατακαμένος κατακεραυνωμένος κατακιτρινισμένος κατακλεισμένος

[επεξεργασία]

κατακλεμμένος κατακλυσμένος κατακοκκινισμένος κατακομμένος κατακουρασμένος κατακουρελιασμένος κατακρατημένος κατακρεουργημένος κατακρημνισμένος κατακριμένος κατακτημένος κατακυριευμένος κατακυρωμένος καταλαγιασμένος καταλασπωμένος καταλερωμένος καταλογισμένος καταλυμένος καταλυπημένος καταμαυρισμένος καταμερισμένος καταμετρημένος καταμοσχευμένος καταναγκασμένος καταναλωμένος κατανεμημένος κατανικημένος κατανοημένος καταντημένος καταντροπιασμένος καταξεραμένος καταξεσκισμένος καταξεσχισμένος καταξιωμένος καταξοδεμένος καταξοδιασμένος καταπατημένος καταπαυμένος καταπεσμένος καταπιασμένος καταπιεσμένος καταπικραμένος καταπλακωμένος καταπληγωμένος καταπλημμυρισμένος καταπνιγμένος καταπολεμημένος καταποντισμένος καταπραϋμένος καταργημένος καταριθμημένος καταρρακωμένος καταρριμμένος καταρτισμένος κατασβησμένος κατασκαμμένος κατασκηνωμένος κατασκιασμένος κατασκονισμένος κατασκορπισμένος κατασκοτωμένος κατασπαραγμένος κατασπαταλημένος κατασπιλωμένος κατασταλμένος καταστενοχωρημένος καταστρατηγημένος καταστρεμμένος καταστρωμένος κατασυκοφαντημένος κατασυντριμμένος κατασφαγμένος κατασχεμένος καταταγμένος καταταλαιπωρημένος καταταραγμένος κατατεθειμένος κατατεμαχισμένος κατατετμημένος κατατοπισμένος κατατραυματισμένος κατατρεγμένος κατατριμμένος κατατρομαγμένος κατατροπωμένος κατατρυπημένος κατατσακισμένος κατατυραννισμένος καταυγασμένος καταυλισμένος καταϋποχρεωμένος καταφρονημένος καταχειροκροτημένος καταχεσμένος καταχνιασμένος καταχρασμένος καταχρεωμένος καταχτημένος καταχωμένος

[επεξεργασία]

καταχωνιασμένος καταχωρημένος καταχωρισμένος καταψηφισμένος κατεδαφισμένος κατερειπωμένος κατεστημένος κατεστραμμένος κατευνασμένος κατευοδωμένος κατηγορημένος κατονομασμένος κατοπτρισμένος κατορθωμένος κατουρημένος κατοχυρωμένος κατραμωμένος κατσαδιασμένος κατσαρωμένος κατσιασμένος κατσιποδιασμένος κατσουφιασμένος καυτηριασμένος καψαλισμένος καψωμένος κεντημένος κεντρισμένος κεραμιδωμένος κερασμένος κερατωμένος κεραυνοβολημένος κεραυνωμένος κερδισμένος κερματισμένος κερωμένος κεφαλαιοποιημένος κηδεμένος κηδεμονευμένος κηπεμένος κηρυγμένος κιαλαρισμένος κιβδηλεμένος κιγκλιδωμένος κιμαδιασμένος κινηματογραφημένος κινητοποιημένος κιτρινισμένος κλαδεμένος κλαδωμένος κλαμένος κλασαυχενισμένος κλασμένος κλαταρισμένος κλειδαμπαρωμένος κλειδομανταλωμένος κλειδωμένος κλεισμένος κλεμμένος κληροδοτημένος κληρονομημένος κληρωμένος κλητευμένος κλιμένος κλονισμένος κλοτσημένος κλουβιασμένος κλυδωνισμένος κλωθογυρισμένος κλωσημένος κλωσμένος κλωτσημένος κνισμένος κοινοποιημένος κοινωνικοποιημένος κοιταγμένος κοκαλιασμένος κοκαλωμένος κοκκινισμένος κολακευμένος κολλαρισμένος κολοβωμένος κομισμένος κομματιασμένος κομματισμένος κομουνισμένος κομπλεξαρισμένος κομποδεμένος κονιοποιημένος κονομημένος κονσερβοποιημένος κονταροχτυπημένος κοντρολαρισμένος κοντυμένος κοπανημένος κοπανισμένος κοπιαρισμένος κοπρισμένος κορακιασμένος κορδακισμένος

[επεξεργασία]

κορδελιασμένος κορδωμένος κοριασμένος κορνιζαρισμένος κοροϊδεμένος κορταρισμένος κορυφωμένος κορφολογημένος κορωμένος κοσκινισμένος κοσμημένος κοστολογημένος κοτσαρισμένος κουβαλημένος κουβαριασμένος κουβεντιασμένος κουδουνισμένος κουλαμένος κουλαντρισμένος κουλουριασμένος κουμανταρισμένος κουμπαριασμένος κουμπωμένος κουνημένος κουραρισμένος κουρδισμένος κουρελιασμένος κουρεμένος κουρκουτιασμένος κουρνιασμένος κουρντισμένος κουρσεμένος κουτουλημένος κουτουλισμένος κουτουπωμένος κουτρουβαλιασμένος κουτσαμένος κουτσομπολεμένος κουτσουλημένος κουτσουλισμένος κουτσουρεμένος κουφαμένος κουφωμένος κοφινιασμένος κοχλιωμένος κοψομεσιασμένος κοψοχολιασμένος κραγμένος κρασαρισμένος κρασπεδωμένος κραταιωμένος κρατημένος κρατικοποιημένος κρεβατωμένος κρεουργημένος κρεπαρισμένος κρημνισμένος κρηπιδωμένος κρησαρισμένος κριματισμένος κριμένος κριτικαρισμένος κροταλισμένος κρουσταλλιασμένος κρυολογημένος κρυπτογραφημένος κρυσταλλιασμένος κρυσταλλωμένος κρυωμένος κτενισμένος κτισμένος κτυπημένος κυβερνημένος κυβισμένος κυκλοφορημένος κυκλωμένος κυλινδρωμένος κυλισμένος κυμβαλισμένος κυνηγημένος κυοφορημένος κυριαρχημένος κυριευμένος κυρτωμένος κυρωμένος κωδικοποιημένος κωδωνισμένος κωλωμένος λαβωμένος λαγαρισμένος λαγγεμένος λαγιασμένος λαγοκοιμισμένος λαδωμένος λαθεμένος λαθρακιασμένος λακισμένος λακτισμένος λαλημένος

[επεξεργασία]

λαμπαδιασμένος λαμπικαρισμένος λαναρισμένος λανσαρισμένος λαξεμένος λαξευμένος λαπαδιασμένος λασκαρισμένος λασπωμένος λατομημένος λατρεμένος λαφιασμένος λαφυραγωγημένος λαχανιασμένος λαχταρισμένος λεηλατημένος λειασμένος λειτουργημένος λειωμένος λεξικογραφημένος λεπτυσμένος λευκασμένος λευκοφορεμένος λευτερωμένος ληγμένος λησμονημένος ληστεμένος ληστοκρατημένος λιανεμένος λιανισμένος λιασμένος λιβανισμένος λιγδιασμένος λιγδωμένος λιγνεμένος λιγοστεμένος λιθοβολημένος λιθογραφημένος λιθοδομημένος λιθοστρωμένος λικνισμένος λιμαρισμένος λιμασμένος λιμνασμένος λιντσαρισμένος λιπασμένος λιποθυμισμένος λιτανεμένος λιχνεμένος λιχνισμένος λιχουδεμένος λιωμένος λογαριασμένος λογιασμένος λογικευμένος λογισμένος λογοδοτημένος λογοκριμένος λογοφερμένος λογχισμένος λοιδορημένος λοξεμένος λουλουδιασμένος λουλουδισμένος λουσαρισμένος λουσμένος λουστραρισμένος λυγισμένος λυμένος λυντσαρισμένος λυσσασμένος λυτρωμένος λωλαμένος παινεμένος